αιθυλενιοφόρο

αιθυλενιοφόρο
το
σκάφος ειδικής κατασκευής, το οποίο χρησιμοποιείται για τη μεταφορά υγροποιημένου αιθυλενίου σε θερμοκρασία -100°C περίπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιθυλένιο + -φόρος < φέρω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”